- φωτοχρωμία
- η, Νη φωτογραφία τών χρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photochromy < φωτ(ο)-* + χρώμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοχρωμία — η η φωτογραφία των χρωμάτων, η ηλιοχρωμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek